Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναφτός — ή, ό και γναπτός, ή, όν (για δέρματα) κατεργασμένος … Dictionary of Greek
γναπτός — ή, όν βλ. γναφτός … Dictionary of Greek